ρηγάδικος

ρηγάδικος
-η, -ο και ρηγαδικός, -ή, -ό και ρηγάτικος, -η, -ο και ρηγατικός, -ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ρήγα («στο στάβλο το ρηγατικό», Ερωτόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πληθ. ρηγάδες τού ρήγας, ενώ ο τ. ρηγατικός < ρηγάτο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ρήγινος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Σκοπέλου. Έζησε τον 4o αι. Πήρε μέρος στην τοπική σύνοδο της Σαρδικής, η οποία συγκλήθηκε από τον Κώνσταντα (337 361) και τον Κωνστάντιο (337 350). Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο στη Σκόπελο. Η… …   Dictionary of Greek

  • ρηγάτικος — η, ο και ρηγατικός, ή, ό, Ν βλ. ρηγάδικος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”